Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2008

Αγαπημένη μου Δουλτσινέα, (Αλλού κοιτάω εγώ, αλλού ο διπλανός μου)

Αγαπημένη μου Δουλτσινέα,
Μισή ώρα κοίταζα την λευκή κόλλα της οθόνης και δεν μπορούσα να βγάλω από μέσα μου κάτι να σου γράψω. Δεν ξέρω αν τα έμαθες, στην ταπεινή Ψωροκώσταινα, δεν υπάρχουν προβλήματα. Ζούμε την ουτοπία που τόσοι και τόσοι χλεύασαν. Αμα κοιτάξεις τις ειδήσεις από ραδίου, εφημερίδας και τελεόρασης η χώρα έχει τόση βαρεμάρα που ασχολείται με έναν γενικό που έπεσε. Κάποιοι καλοί κύριοι που ενδιαφέρονται για την ενημέρωση όχι μόνο την δικιά μας αλλά και του λογαριασμού τους, τον είχαν βγάλει κάτι αναμνηστικά βίντεο ενώ ο γενικός ήταν στο σπίτι του με μία καλή του φίλη και παίζαν το γιατρό. Μετά ο γενικός σκόνταψε πάνω στα αισθήματά του και έπεσε από τον τέταρτο όροφο. Έζησε όμως.Έτσι ξεχάσαμε ότι κάποιοι άλλοι καλοί κύριοι βοήθησαν ώστε να καθαριστούν τα ταμεία ενός μωσειακού είδους του ταμείου ασφάλισης. Και αρχίσαμε όλοι να αναλύουμε το περιεχόμενο της ταινίας. Μερικοί είπαν ότι ήταν μικρού μήκους, ενώ άλλοι είπαν ότι υπήρχε και μία εκδοχή της ταινίας με όλο το υλικό όπως το ήθελε ο σκηνοθέτης. Πάντως τόση ανάλυση και συζήτηση για ταινία δεν έχει γίνει ούτε για τον Πολίτη Κέην. Όλοι μιλήσαν για ρεσιτάλ ηθοποιίας αν και κανείς δεν παραδεχότανε ότι έχει δει την ταινία. Ορκίστηκαν και ξαναορκίστηκαν σε ότι έχουν ιερό και αφού κατάφεραν να βγουν μέσα από το λάκκο με τα σκατά πιο καθαροί από αποστειρωμένες γαλοπούλες άρχισαν να ψάχνουν ποια εταιρία είχε πάρει πρώτη τα δικαιώματα για την προώθηση της ταινίας. Και έχει αρχίσει ένα γαϊτανάκι που δεν αφήνει κανένα άλλο νέο να ακουστεί από τα μέσα μαζικής αποχαύνωσης. Και κανείς δεν αναφέρει τον ύστατο αγώνα που δίνουν μερικοί θαρραλέοι να σταματήσουν τις μονοκατοικίες που ξεφυτρώνουν μέσα από τις στάχτες των καμμένων δασών του καλοκαιριού. Και ξαφνικά άρχισαν να ακούγονται ποσά και να πετάγονται τα ποσά αυτά στον αέρα σαν βεγγαλικά. Και τα αναφέρουν τα ποσά αυτά σαν να μιλάμε για τσίχλες. 5 εκατομμύρια ο ένας, 22 εκατομμύρια ο άλλος, λες και είναι στραγάλια. Και ο βασικός μισθός είναι για κάποιους άπιαστο όνειρο. Και η κοινωνία μας έχει παράγει μία γενιά ανασφάλιστων που προσπαθεί να ζήσει και να κάνει οικογένεια με 700 ευρώ. Και εμείς ασχολούμαστε με τους βάρβαρους. Και αντέχουμε (;;). Και η παρακμή γύρω, μας σφίγγει σαν μέγγενη. Και η υποκουλτούρα και η έλλειψη παιδείας μας έχει γίνει καθημερινότητα. Και ο διπλανός μας γίνεται όλο και πιο ξένος. Και μεγαλώνουμε τα παιδιά μας να γίνουν αριβίστες. Και αποκαλούμε όποιον ακολουθεί τους νόμους μαλάκα. Και μας κοροϊδεύουν. Και το δεχόμαστε. Και οι διανοούμενοι σιωπούνε, αποχαυνωμένοι με τη θεσούλα τους σε κάποιο πανεπιστήμιο που τους εξασφαλίζει σύνταξη και γραμματέα και λίγη εξουσία. Και όσοι θέλουν να μιλήσουν σιωπούν γιατί δεν βρίσκουν μέσο να εκφράστούν. Και όσοι αρχίζουν να μιλάνε για το αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται η χώρα, η κοινωνία (εμείς δηλαδή) γίνεται γραφικός. Και οι εφημερίδες ασχολούνται με τα μικροπολιτικά. Και τα κανάλια ασχολούνται με τυχάρπαστους αριβίστες εξαρτημένους από την πρέζα της εξουσίας. Και τα ναρκωτικά βρίσκονται πια μέσα στα σχολεία από καιρό. Και η καρδιά ματώνει κάθε φορά που βρίσκομαστε στην Ομόνοια μετά τις 10. Και μαθαίνουμε να κάνουμε την καρδιά μας πέτρα και να επιταχύνουμε το βήμα μας όταν ακούμε " Δώσε ρε φίλε κάτι. Να πάρω κάτι να φάω θέλω". Και οι νέοι δεν έχουν πια διεξόδους. Και οι πολιτικοί μας είναι όλο και πιο πολύ παχύδερμα που μιλάνε για τον "απλό πολίτη¨λες και είναι κάτι ξένο. Το βλέμμα του εκάστοτε βουλευτή όταν μιλάει για θέματα που αφορούν το 90% των πολιτών (συντάξεις, ακρίβεια, ανεργία) είναι τόσο αποστασιοποιημένο που διακρίνεις πίσω πίσω και μια σταγόνα απέχθειας. Και εμείς τους ακούμε και σιωπούμε. Σιωπούμε μόνοι. Δεν θέλουμε να παραδεχτούμε ότι είναι αλήθεια. Ότι μας εμπαίζουν. Και ότι μας καθοδηγούν σαν τα πρόβατα και εμείς το δεχόμαστε. Ότι το ασφαλιστικό το ξεχάσαμε επειδή κάποιος αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Και όταν το θέμα αυτό άρχισε να θίγει κάποιους, το θέμα έφυγε από τα σκάνδαλα και πήγε στις προσωπικές σχέσεις δύο αλητών που έχουν σαν κύριο επάγγελμα να εκδίδουν (συν)ειδήσεις. Και μετά θα βρεθεί κάποιο άλλο θέμα να υποαπασχολήσει τον δημόσιο βίο. Και εμείς θα κοιτάμε με ανοιχτά τα μάτια και θα λέμε Ζήτω και Γεια.

Δουλτσινέα μου, η φωτογραφία είναι από το φαράγγι Βίκου με τον φίλο Γιώργο.

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008

Αγαπημένη μου Δουλτσινέα,




Μεταξύ μας όπως βλέπεις, τα περιθώρια στενεύουν. Τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται ενώ λύσεις δεν διαφαίνονται από πουθενά. Και όταν εμφανίζονται καταποντίζονται και κατασπαράσσονται από επιτήδειους, αριβίστες χαχόλους που κρύβονται πίσω από την ιδιότητα του εκάστοτε εξουσιαστή. Αγαπημένη μου, ως πότε θα γαργαλάμε τον δράκο στην πατούσα για να τον κρατάμε απασχολήμένο, κερδίζοντας χρόνο μόνο για ένα φιλί. Το ξέρω ότι είμαστε πολλοί αυτοί που θέλουμε την αγάπη σου. Καθόμαστε κάτω από το παραθύρι σου και σου τραγουδάμε με τις γαϊδουροφωνάρες μας. Η απουσία σου μας γερνάει πριν την ώρα μας. Λίγοι από μας παραμένουμε ταπεινοί βάρδοι της αγάπης και του έρωτα προς την ιδέα σου. Οι περισσότεροι ναρκώνουν τον δράκο, μπαίνουν από την πόρτα "υπηρεσίας" και ασελγούνε στο κορμάκι σου ενώ εσύ κοιμάσαι. Οι οργασμοί είναι σπάνιοι, αλλά η κακομεταχείριση είναι υπαρκτή. Κάθε φορά που βγαίνεις στο παράθυρο να μας χαρίσεις ένα χαμόγελο είσαι και πιο γερασμένη. Μόλωπες από σφαλιάρες και μαυρισμένα μάτια μαρτυρούν πως ο έρωτας στα χρόνια της παρακμής είναι βίαιος. Δεν ξέρω πια αν είσαι πραγματικά όμορφη ή είμαι ακόμα ερωτευμένος με την εικόνα σου από τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που την έβρισκα με μία φωτογραφία σου από μία επίσημη εμφάνιση σου. Φορούσες ένα γαλανόλευκο φόρεμα που τόνιζε το θεσπέσιο αγαλματένιο κορμί σου. Από τότε έχουν περάσει χρόνια. Εγώ θα τραγουδάω πάντα κάτω από το παράθυρό σου και δεν μπορεί, κάποια στιγμή, όλοι εμείς οι ερωτευμένοι θα ενωθούμε σε μία ομαδική πολυφωνική καντάδα για να σε σώσουμε όχι από το δράκο (αυτός τη δουλειά του κάνει) αλλά από τους ανέραστους βιαστές-εραστές σου.

Ο πίνακας είναι του θείου μου ζωγράφου Ιωάννη Παπαιωάννου.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2008

Μια ζωή βαυκαλιζόμαστε...

Τι ωραία λέξη. Σε κάνει να νιώθεις άνθρωπος των γραμμάτων. Αρκετές από τις επιλογές μας γίνονται για να κρυφτούμε πίσω από το δάχτυλό μας. Χρησιμοποιούμε ωραίες και μεγαλόσχημες λέξεις για να μην πραδεχτούμε ότι θες λόγω δουλειάς, θες λόγω αμάθειας, έχουμε ξεχάσει το 80% του λεξιλογίου της ελληνικής γλώσσας. Ακούμε Άσιμο διαβάζοντας Ναυτεμπορική, για να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι είμαστε ακόμα επαναστάτες. Δεν παραδεχόμαστε ότι αν μας μιλούσε ο εαυτός μας όταν πρωτοάκουσε Άσιμο το πιο πιθανόν είναι να μας έφτυνε και να έφευγε. Διαβάζουμε Γιανναρά και υπερθεματίζουμε για την παρακμή της Ελληνικής πολιτικής σκηνής, αλλά αδυνατούμε να κόψουμε το χέρι που ψηφίζει αυτά τα κνώδαλα. Μίλαμε με συγκατάβαση και ύφος δέκα καρδιναλίων για την κατάντια της νεολαίας αναθεματίζοντας τους ΕΜΟ, τους ΤΡΕΝΤΙ και τα λοιπά κοινωνικά κινήματα του σχολείου. Που πας ρε καραγκιόζη;; Έχουμε ξεπουληθεί και έχουμε γίνει αυτό που όταν ήμασταν μικροί κοροϊδεύαμε. Χαρτογιακάδες που ασχολούνται με την οικονομία, την τελευταία επίσκεψη του Γούντι Άλλεν, την εκλογή του Ομπάμα και της Χίλαρυ, με τους ανεπαρκεις στην πλειοψηφία τους πολιτικους μας. Αλλά μην γίνομαι κακός. Σκεφτόμαστε τον Τσε όταν κάνει αφιέρωμα ο Κούλογλου. Συμπάσχουμε με την νεολαία που κάνει καταλήψεις, μέχρι να μας πουν τα κανάλια ότι τα παιδιά το παράκαναν και ενοχλούν.

Μήπως οι Γιανναράδες, οι Chomsky και οι λοιποί αντιφωνούντες αποτελούν την καλύτερη ασπίδα προστασίας του υπάρχοντος status quo;; Αποτελούν το άλλοθι για το κατεστημένο (εμένα, εσένα, όλους) για να επαναπαυόμαστε και να γλυκαίνουμε το κενο που νιώθουμε μέσα μας λέγοντας στον εαυτό μας ότι "Εγώ ανήκω με τους άλλους, αυτούς που σκέφτονται".

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2008

Τελικά κυβερνάει κανένας αυτή τη χώρα

Είναι νομίζω η καινούρια ερώτηση που θα έπρεπε να μας απασχολεί. Παλιά ο οικολόγος (πολεμήστε για δικαίωμα ψήφου και στα δένδρα) Καραμανλής αναρωτιόταν ποιος τον κυβερνά αυτόν τον τόπο. Σήμερα, ύστερα από συνεχόμενα βήματα προς τα πίσω, έχουμε φτάσει να αναρωτιόμαστε αν υπάρχει κανείς γενικώς να κυβερνήσει. Κάπου έχουμε χάσει την μπάλα. Οι αμυντικοί έχουν πάει για καφέ και οι επιθετικοί ανταλάσσουν συνταγές για ραγού. Οι κυβερνήσεις από μεταπολίτευση έχουν καταφέρει να αφήσουν μόνο καμένη γη, γιατί, ρε πούστη μου, τι στο διάολο να μην μπορεί να πει ο επόμενος ότι "Παραλάβαμε καμμένη γη";; Υπάρχει παντελής έλλειψη ιδεολογίας και το κακό είναι ότι η σήψη αυτή έχει περάσει σιγά σιγά σε όλα τα στρώματα της εξουσίας και βεβαίως σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Οι εκάστοτε διοικούντες (είτε είναι βουλευτές, είτε είναι δήμαρχοι, είτε νομάρχες είτε οτιδήποτε άλλη κατηγορία τζαμπατζή) ανεβαίνειστην εξουσία με μόνο ένα όραμα: Να καβατζώσει και να εξασφαλίσει το σόι του για όσες περισσότερες γενιές μπορεί. Να πάρει την σύνταξη του, το μισθό του, να τριπάρει με το χαπάκι της εξουσίας για όσο μπορεί και μετά, αποκαμωμένος από τη σκληρή τετραετία, να αποσυρθεί στις δάφνες του εθνοπατέρα που κατάφερε να καβαλήσει ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ εμάς. Η εκάστοτε αντιπολίτευση έχει ως καθήκον να βοηθήσει την κυβέρνηση να κάνει όσο λιγότερο έργο δυνατόν. Και κάπου μέσα στα μικροπολιτικά, τις μάχες εξουσίας και την αγωνία για το ποιός θα πάρει το καλό πηρούνι (όχι αυτό της σαλάτας) χάνονται τα προβλήματα του κόσμου. ( Ζούμε όλοι μας και μαθαίνουμε ότι υπάρχει ανεκτό όριο διαφθοράς. ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΚΟΡΝΑ ΜΟΥ. Είναι αποδεκτό να έχουμε άχρηστους αρχηγούς. Είναι αποδεκτό να έχουν πέσει στην μαρχάλα όλοι οι (αυθ)αιρετοί κοτζαμπάσηδές μας. Είναι λογικό οι γιατροί να παίρνουν φακελάκι (πρέπει να κάνουν απόσβεση στις σπουδές τους οι Ιπποκράτες μας). ΑΡΚΕΙ ΕΜΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΑΣ. Μαθαίνουμε στην διαφθορά και στην πολιτική παρακμή, γιατί την βλέπουμε γύρω μας, την ζούμε και την εισπνέουμε κάθε φορά που πηγαίνουμε σε δημόσια υπηρεσία, βλέπουμε τηλεόραση ή απλά μιλάμε με τον κόσμο έξω. Αλλά σπανίως λέμε τίποτα. Σιωπούμε και κοιτάμε τη δουλειά μας. Που σημαίνει ότι αντέχουμε ακόμα. Γουστάρουμε να είμαστε ο κύριαρχος λαός. Ένας κυρίαρχος λαός καταχρεωμένος, ποδοπατημένος, εξευτελισμένος, παραμυθιασμένος ΑΛΛΑ ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ. Γουστάρουμε αλλαγή, ήρεμη μεταρρύθμιση, δημιουργική ανατροπή ή ότι άλλη αρλούμπα μας πασάρουνε προεκλογικά οι μαλακοπίτουρες που μας κυβερνάνε χωρίς να έχει κανένας από αυτούς την παραμικρή ιδέα του τι σημαίνει να ζει κανείς στην Ελλάδα του σήμερα. Σε μία Ελλάδα που η κάθε μορφή εξουσίας έχει διαφθαρεί και λειτουργεί για να πλουτίζει τους ιθύνοντες. Ζούμε την απόλυτη ασυμμετρία πολιτικών. Αυτοί που ασχολούνται με την πολιτική είναι παντελώς άχρηστοι και όσοι θα έπρεπε να ασχολούνται με την πολιτική έχουν καλύτερα πράγματα να κανουνε.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2008

Τι είναι η Αθήνα μας;

Πριν ξεκινήσω, να πω ότι δεν είμαι Αθηναίος. Δεν έχω ζήσει στην πόλη αυτή. Κατεβαίνω από το χωριό στην Αθήνα μόνο για δουλειές και για κανα Σαββατοκύριακο για θέατρο.

Δύο εικόνες:
Η πρώτη είναι στο Άμστερνταμ. Το παράθυρο του ξενοδοχείου επί της Damrak βλέπει στην Centraal Platz (το κατακρεούργησα). Τα σπίτια έχουν όλα πρόσοψη από τουβλάκι κόκκινο. Έχουν όλα διατηρήσει ένα χρώμα που κάνει αυτήν την τρελή πόλη αναγνωρίσιμη. Οι δρόμοι είναι πεντακάθαροι, τα πεζοδρόμια είναι τεράστια και αν και είναι Χριστούγεννα, κυκλοφορούν στον κεντρικό δρόμο σύνολο 15 αμάξια, 4 ποδήλατα-ταξί και 35 ποδήλατα. Η φυλή των τούριστ περπατάει αμέριμνη με άνεση και δεν βρίσκει στο πεζοδρόμιο ούτε ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο παράνομα. Κόσμος φτάνει με το τράμ. Κατεβαίνει, ξεκλειδώνει το ποδήλατο του και πηγαίνει δουλειά.

Αθήνα, Ιντερκοντινένταλ. Το δωμάτιο βλέπει στην Ακρόπολη. Μέσα από το πρωινό νέφος που σου δίνει την δυνατότητα να ευχαριστηθείς όσο τίποτε τον χειμωνιάτικό ήλιο, ο Παρθενώνας λούζεται από ένα γκριζωπό και αρρωστιάρικο χρώμα. Τα αυτοκίνητα πηγαίνουν σημειωτόν με 4 χιλιόμετρα την ώρα, σαν κομβόι από καμήλες. Κάτω από τον Παρθενώνα, η μοντέρνα 60ies και 80ies αρχιτεκτονική γειώνει την τελειότητα του ναού. Τα υπέροχα τσιμεντένια κτίσματα σε αποχρώσεις του τσιμεντί, γκρί και μουχλιασμένο μαύρο σου εξάπτουν την φαντασία και σε κάνουν να ερωτευτείς την Αθήνα. Πως γίνεται μία πόλη να μην έχει διατηρήσει τίποτα από το χρώμα της είναι κάτι που μόνο οι ψυχίατροι μπορούν να το εξηγήσουν. Πρέπει να το κοιτάξουμε αυτό, γιατί μόνο ένα παθολογικό μίσος μπορεί να εξηγήσει τον συνεχόμενο βιασμό που διαπράττεται ενάντια στην πόλη αυτή από τους ετερόκλητους κατοίκους της. Όσο οι διαμένοντες στην Αθήνα δεν βλέπουν την Αθήνα σαν πόλη τους, ποτέ δεν πρόκειται να την αγαπήσουν και να την νιώσουν σαν δική τους. Και θα συνεχίσουν να την χτίζουν και να την βεβηλώνουν. Είναι κρίμα μία πόλη που θα μπορούσε να είναι διαμάντι της Ευρώπης, με κάθε γωνιά και αρχαία, κάθε μέρος και αιώνες ιστορίας, να είναι βυθισμένη σε έναν εφιάλτη φτιαγμένο από μπετόν, αυτοκίνητα, νέφος και σκουπίδια. Το Άμστερνταμ, όπως και το Βερολίνο και το Παρίσι κ.τ.λ. έχουν καταφέρει να διατηρήσουν μέσα στην πόλη μία διαδοχική ιστορία της αρχιτεκτονικής τη πόλης. Συνυπάρχουν με προγραμμα, νεοκλασσικά, μοντέρνα και χρηστικά κτίσματα, χωρίς κανένα να προσβάλει την όραση του επισκέπτη. Η Αθήνα με την ασύδωτη και καρκινική εξάπλωσή της έχει καταφέρει να αμαυρώσει την ομορφιά της.

Λιβ γιορ μιθ ιν Γκρις.

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2008

Ήρθε, ήρθε επιτέλους το σκασμένο.

Και ύστερα από τόση προσμονή, ξαφνικά ειδοποιήθηκα από ραδίου και τελεόρασης ότι ήρθε το 2008. Και εγώ που ήμουνα;; Κάτι θυμάμαι τώρα που το λες. Ήταν αργά. Στην τηλεόραση έπαιζε ένα ποτ πουρί παρακμής light. Γυναίκες στροβιλίζονταν σε ρυθμούς ασίκικους, όλοι μές στο τρελό το κέφι. Εεεε ρε γλέντια που έλεγε και ο Καραγκιόζης. Αλλά γιατί να γκρινιάζουμε. Όλοι έιμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε ευτυχισμένοι για τον ερχομό του 2008. Γιατί ρε τσόγλανε δεν είσαι ευτυχισμένος; Δεν βλέπεις την αλλαγή που έφερε η 1 Ιανουαρίου; Οι πεταλουδίτσες έξω πετάνε, μέλι ρέει από τον ουρανό και σιγοκυλάει καθαρό και αστραφτερό να ταΐσει τους αρουραίους των υπονόμων. Τα παιδιά έχουν όλα οικογένεια και αγάπη, πολλή αγάπη, τόση αγάπη που τα κάνει να λιγώνουν. Κάθε καινούριος χρόνος είναι σαν μία καινούρια σαμπρέλα ποδηλάτου. Φουσκώνεις τη σαμπρέλα, ετοιμάζεις το ποδήλατο, φοράς το κράνος και μπαίνεις στην εκκίνηση. Μπροστά σου βλέπεις ένα δρόμο γεμάτο λακούβες. Πεταμένα ποδήλατα από εδώ και εκεί του δρόμου, σου θυμίζουν ότι ο δρόμος θα είναι κατσικόδρομος με μικρά διαστήματα ευθείας. Και όμως εσύ χαμογελάς (Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;). Και μέσα σε καπνούς και τσακίρ κέφι η εκκίνηση δίνεται. Πως γίνεται ρε Αρχέλαε να ξεκινάμε κάθε έτος με τόσα όνειρα, τόση αποφασιστικότητα και στο τέλος του έτους να θέλουμε να έρθει το καινούριο έτος με τόση προσμονή είναι σχιζοφρενικό. Τα όνειρά μας για ανάκαμψη, οικονομική, αλλά κυρίως ψυχική λειτουργούν mod 365. Κάθε 365 μέρες, απαλείφεται το ιστορικό, κλείνει το ισοζύγιο και λέμε δεν γίνεται γαμώ την κόρνα μου, φέτος θα γυρίσει ο τροχός. Βέβαια μην είμαστε και αγνώμονες, πάντα έχουμε κάποιες μικρές νίκες. Πότε παίρνουμε προαγωγή, πότε γαμάμε περνάει ο καιρός. Γεμίζουμε εμπειρίες. Άντε Χριστάρα, καλά κουράγια στο 2008. Στην τελική υπάρχει πάντα το 2009. Δεν μπορεί, θα ξημερώσει.